-
1 наличный
επ.υπαρκτός, υπάρχων πραγματικός. || με σημ. ουσ. πλθ. χρήματα, υπάρχοντα χρήματα ρευστό χρήμα χρήμα στο χέρι.εκφρ.наличный расчт – λογαριασμός σε χρήμα, τοις μετρητοίς•за наличный расчт – επι αμέσου καταβολής χρημάτων.
1 наличный